- παλαιο-
- και παλι(ο)- (ΑΜ παλαιο-)α' συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β' συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό (πρβλ. παλαιοκομματισμός, παλαιόφρων) ή μεγάλης ηλικίας (πρβλ. παλαιοπόρνη, παλαιόχρονος). Η μορφή παλι(ο)- χρησιμοποιείται στη Νέα Ελληνική συχνά με μειωτική σημασία προς ό,τι δηλώνει το β' συνθετικό (πρβλ. κωλο-), ειδικότερα δε ως χαρακτηρισμός αγροίκου, άξεστου, αισχρού, κακότροπου, διεστραμμένου ανθρώπου (πρβλ. παλιόβλαχος, παλιόγερος, παλιοθήλυκο, παλιόπαιδο) ή και άχαρου, ύποπτου, φθηνού πράγματος (πρβλ. παλιοδουλειά, παλιόσπιτο, παλιόρουχο). Το α' συνθετικό, τέλος, παλαιο- εμφανίζεται σε μια σειρά ξεν. επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνεια (παλαιογραφία πρβλ. γαλλ. paleographie, παλαιοθήριο πρβλ. αγγλ. palaeotherium).Σύνθ. με α' συνθετικό παλαιο-: παλαιογενής, παλαιόπολιςαρχ.παλαιόγονος, παλαιόδουλος, παλαιοθέτης, παλαιοκέραμος, παλαιόκτητος, παλαιολογώ, παλαιομάγαδις, παλαιομάτωρ, παλαιομώλωψ, παλαιόπλουτος, παλαιοπόρνη, παλαιοπράγμων, παλαιοράφος, παλαιοτόκος, παλαιότροπος, παλαιουργός, παλαιόφρων, παλαιοχάρακτοςμσν.παλαιόθερμος, παλαιόπληγος, παλαιοφανής, παλαιόχρονος, παλαιοχωρίονμσν.- νεοελλ.παλ(α)ιόσπιτο(ν)νεοελλ.παλαιοανθρωπογεωγραφία, παλαιοανθρωπολογία, παλαιοαρκτικός, παλαιοαρχαιολογία, παλαιοβάτραχος, παλαιοβιβλιοπώλης, παλαιοβιογεωγραφία, παλαιοβιολογία, παλαιοβοτανική, παλαιογεωγραφία, παλαιόγναθος, παλαιογραφία, παλαιοέδαφος, παλαιοεθνολογία, παλ(α)ιοελλαδίτης, παλαιοζωικός, παλαιοζωολογία, παλ(α)ιοημερολογίτης, παλαιοθήριο, παλαιοκαθολικός, παλαιόκαινος, παλαιοκλιματολογία, παλαιοκομματικός, παλαιοκομματισμός, παλαιοκρητιδικός, παλαιολιθικός, παλαιομαστόδους, παλαιοντολογία, παλαιοπαθολογία, παλαιόπτερος, παλαιοπώλης, παλαιόρνις, παλαιορογραφία, παλαιοτεταρτογενής, παλαιότραγος, παλαιοτροπικός, παλαιότυπος, παλαιοφυτολογία, παλαιοχεγκελιανοί, παλαιοχριστιανικός, παλαιοψυχολογία.Σύνθ. με α' συνθετικό παλι(ο)-: μσν.-νεοελλ. παλιόσπιτο(ν)νεοελλ.παλιάνθρωπος, παλιόβλαχος, παλιοβρόμα, παλιόγερος, παλιογυναίκα, παλιοδουλειά, παλιόδρομος, παλιοζαγάρι, παλιοζωή, παλιοθήλυκο, παλιόκαιρος, παλιοκοινωνία, παλιοκόριτσο, παλιόκορμο, παλιόκοσμος, παλιόμουτρο, παλιόπαιδο, παλιοπαρέα, παλιόπραμα, παλιόρουχο, παλιοσκρόφα, παλιόσκυλο, παλιοτόμαρο, παλιόφαγο, παλιόχαρτο.
Dictionary of Greek. 2013.